δείξη — δείξις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) δεῖξις mode of proof fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείξῃ — δείξηι , δείξις fem dat sg (epic) δείκνυμι bring to light aor subj mid 2nd sg δείκνυμι bring to light aor subj act 3rd sg δείκνυμι bring to light fut ind mid 2nd sg δείξηι , δεῖξις mode of proof fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείξηι — δείξις fem dat sg (epic) δείξῃ , δείκνυμι bring to light aor subj mid 2nd sg δείξῃ , δείκνυμι bring to light aor subj act 3rd sg δείξῃ , δείκνυμι bring to light fut ind mid 2nd sg δεῖξις mode of proof fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Celtiberian language — Infobox Language name=Celtiberian familycolor=Indo European states=Spain fam1=Indo European fam2=Celtic fam3=Continental Celtic extinct=2nd century AD? iso2=cel iso3=xce notice=nonoticeCeltiberian (also known as northeastern Hispano Celtic) is an … Wikipedia
Idioma celtíbero — Para el pueblo prerromano de la península Ibérica, véase Celtíberos. Celtíbero / Celtibérico Hablado en Hispania (Actualmente España) Región Cen … Wikipedia Español
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
δεικτικός — ή, ό (AM δεικτικός, ή, όν) 1. ο ικανός ή κατάλληλος να δείξει κάτι 2. φρ. «δεικτικές αντωνυμίες» οι αντωνυμίες που χρησιμεύουν για δείξη, για δείξιμο αισθητό ή νοητό (π.χ. αυτός, ή, ό, εκείνος, η, ο, οὗτος, αὕτη, τοῡτο) 3. φρ. «δεικτικά μόρια»… … Dictionary of Greek
εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… … Dictionary of Greek
ένδειξη — η 1. δείξη, δείξιμο, σημείο, σημάδι: Το δώρο είναι ένδειξη φιλίας ή αγάπης. 2. στοιχείο που φανερώνει με πιθανότητα την αλήθεια πράγματος ή γεγονότος (σε αντιδιαστολή με την απόδειξη): Υπάρχουν ενδείξεις για την ενοχή του, αλλά καμιά απόδειξη. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκείνος — η, ο αντων. δεικτ. 1. για δείξη πράγματος ή προσώπου, για το οποίο έγινε λόγος πιο μπροστά ή βρίσκεται μακριά τοπικά ή χρονικά: Θυμήθηκα εκείνο που μου είπες. – Δες εκείνο το αεροπλάνο. 2. για ακριβέστερο προσδιορισμό εκφέρεται μαζί με το εκεί ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)